πρέμνο

πρέμνο
το
1. το μέρος του κορμού που μένει στη γη μετά το κόψιμο του δέντρου, αλλ. κούτσουρο.
2. ο κορμός αμπελοκλήματος, αλλ. κούρβουλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρέμνο — το / πρέμνον, ΝΑ 1. το κατώτερο μέρος τού κορμού τού δέντρου που απομένει μετά την κοπή τού κορμού, το κούτσουρο 2. ο ξερός κορμός κλήματος, κούρβουλο νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών βερβεριιδών αρχ. 1. (σχετικά με τον κορμό ελιάς)… …   Dictionary of Greek

  • πρεμνοβλάστημα — ατος, το, Ν βλάστημα που φυτρώνει από το πρέμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνο + βλάστημα] …   Dictionary of Greek

  • εύπρεμνος — εὔπρεμνος, ον (Α) (για δέντρο) με καλό πρέμνο, με καλό στέλεχος, με γερό κορμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρέμνον «κορμός, στέλεχος»] …   Dictionary of Greek

  • πρέμνιον — τὸ, Α [πρέμνιον] υποκορ. τ. τού πρέμνο …   Dictionary of Greek

  • πρέμνος — ὁ, Α το πρέμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πρέμνον, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • πρεμνοφυής — ές, Ν (για δέντρα και δάση) αυτός που έχει σχηματιστεί από αναβλαστήματα πρέμνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνο + φυής (< φύω / φύομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ν. Χλωρό] …   Dictionary of Greek

  • υπόπρεμνος — ον, Α αυτός που έχει αποκάτω πρέμνο («δεῑ δὲ ὑπόρριζον εἶναι... τὸ παρασπώμενον ἢ ὑπόπρεμνον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρεμνος (< πρέμνον «στέλεχος, βάση, βάθρο»), πρβλ. κατά πρεμνος] …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”